- βληχώμαι
- βληχῶμαι (-άομαι) (Α)1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω2. (για νήπια) κλαίω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βληχῶμαι — βληχάομαι bleat pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) βληχάομαι bleat pres ind mp 1st sg βληχάομαι bleat pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) βληχάζω fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχή — η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.) το βέλασμα των προβάτων αρχ. το κλάμα του βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι ( άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος… … Dictionary of Greek
βληχάζω — (Α) βληχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βληχάζω είναι παράλληλος τ. του βληχώμαι] … Dictionary of Greek
βληχώνι — το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, οῡς, η και γλήχων, ωνος και γληχώ, οῡς, ιων. τ. και γλάχων, ωνος και γλαχώ, οῡς δωρ. τ., Μ και βλήχων, ωνος, ο) το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (mentha pulegium), το φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης… … Dictionary of Greek
καταβληχώμαι — καταβληχῶμαι, άομαι (Α) βελάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βληχῶμαι «βελάζω»] … Dictionary of Greek
μηκάζω — (Α) 1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω 2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι] … Dictionary of Greek
μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek